- δικαιοπραξία
- Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού τον οποίο o δικαιοπρακτών (ή οι δικαιοπρακτούντες) επιθυμεί να επιτύχει.
Στη νεότερη νομική επιστήμη η θεωρία της δ., που αναπτύχθηκε με βάση την επεξεργασία του ρωμαϊκού δικαίου, κατέχει προέχουσα θέση. Πράγματι, η νομική θεωρία έχει εργαστεί για τον επακριβή καθορισμό των στοιχείων της δ. και για τον προσδιορισμό των λόγων που την καθιστούν άκυρη. Ουσιώδη στοιχεία της δ. είναι η ικανότητα του προσώπου, η ύπαρξη βουλητικής εκδήλωσης, η ύπαρξη ενός αντικειμένου, μιας αιτίας, ενός τύπου που να ανταποκρίνεται στις επιταγές του νόμου. Όσον αφορά την ικανότητα, το υποκείμενο οφείλει να έχει τη φυσική και νομική ικανότητα να ενεργεί. Ικανοί για κάθε δ. είναι όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. Ανίκανοι είναι οι ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 10o έτος και όσοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Περιορισμένη ικανότητα προς δ. έχουν οι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το 10o έτος, όσοι βρίσκονται σε μερική δικαστική συμπαράσταση και όσοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση. Οι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος είναι ικανοί μόνο για δ. από τις οποίες αντλούν μονάχα έννομο όφελος. Οι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας τους μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα ό,τι κερδίζουν από την προσωπική τους εργασία καθώς και ό,τι τους δόθηκε για ελεύθερη διάθεση. Τέλος, οι ανήλικοι των 15 ετών μπορούν, με τη συναίνεση των ατόμων που ασκούν την επιμέλειά τους, να συνάπτουν συμβάσεις εργασίας.
Ως προς την εκδήλωση της θέλησης (που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή), η θεωρία έχει διαπιστώσει δύο είδη ανωμαλιών: τις περιπτώσεις ασυμφωνίας μεταξύ της θέλησης και της έκφρασής της (εκδήλωση μη σοβαρή, νοητική επιφύλαξη, προσποίηση, πλάνη που συνιστά κώλυμα) και τις περιπτώσεις ελαττωμάτων της θέλησης (πλάνη, βία, δόλος). Όσον αφορά το αντικείμενο (δηλαδή την ύλη στην οποία αναφέρεται η δ.), υπογραμμίστηκε ότι αυτό πρέπει να είναι επακριβώς προσδιορισμένο ή να μπορεί να προσδιοριστεί. Ως προς την αιτία (δηλαδή τον νομικο-οικονομικό σκοπό που προστατεύει το δίκαιο ή τον τυπικό λόγο της δ.), είναι γενικά αποδεκτό ότι η δ. πρέπει να αποβλέπει σε θεμιτό σκοπό. Ο τύπος της δ. είναι γενικά ελεύθερος, εκτός από την περίπτωση των τυπικών δ., για τη σύναψη των οποίων ο νόμος απαιτεί ορισμένο τύπο, επί ποινή, αρχικά, ακυρότητας (π.χ. ορισμένος τύπος απαιτείται για τη διαθήκη, για την τέλεση γάμου).
Ενδεχόμενα στοιχεία της δ. είναι η αίρεση, η προθεσμία και ο τρόπος. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να λείπουν, αλλά όταν υπάρχουν, συμμετέχουν στη δομή της δ. ως συστατικά στοιχεία της. Η αίρεση διακρίνεται σε αναβλητική (όταν από την πλήρωσή της εξαρτάται η ενέργεια της δ.) και διαλυτική (όταν από την πλήρωσή της εξαρτάται η διάλυση της δ.). Η προθεσμία διακρίνεται σε προθεσμία έναρξης (όταν προσδιορίζει το χρονικό σημείο από το οποίο η δ. αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της) και σε προθεσμία λήξης (που προσδιορίζει τη στιγμή από την οποία η δ. παύει να παράγει έννομα αποτελέσματα). Ο τρόπος συνιστά μια υποχρέωση που επιβάλλεται από εκείνον που εκδηλώνει τη θέλησή του και έχει ως περιεχόμενο μια χαριστική πράξη, στην οποία προβαίνει ο ίδιος· σε περίπτωση μη εκτέλεσης αυτής της υποχρέωσης γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, επέρχεται διάλυση της χαριστικής πράξης.
Μία μη έγκυρη δ. μπορεί να είναι άκυρη ή ακυρώσιμη. Στην πρώτη περίπτωση δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα και την ακυρότητα μπορεί να επικαλεστεί ο οποιοσδήποτε. Στη δεύτερη περίπτωση παράγει αποτελέσματα αν δεν προσβληθεί από τα πρόσωπα που έχουν αυτό το δικαίωμα. Η ακυρότητα προκύπτει από την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων, όπως είναι η μη τήρηση προβλεπόμενου από τον νόμο τύπου ή η περίπτωση των απαγορευμένων δ. οι οποίες στρέφονται κατά των χρηστών ηθών· η ακυρωσία προκύπτει από την ανικανότητα του υποκειμένου, από την ύπαρξη ελαττωμάτων της θέλησης (ουσιώδης πλάνη, απάτη, απειλή) ή από λόγους που προβλέπονται από τον νόμο. Η ακυρώσιμη δ. μετά τη δικαστική ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη.
H δ. μπορεί να συναφθεί όχι μόνο στο ίδιο το όνομα ή προς το συμφέρον του υποκειμένου αλλά και στο όνομα ή προς το συμφέρον ενός άλλου προσώπου. Για να είναι έγκυρη η αντιπροσώπευση, πρέπει ο νόμος ή ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος να παρέχουν τη σχετική εξουσιοδότηση, ενώ o αντιπρόσωπος οφείλει να ενεργεί μέσα στα όρια αυτής της εξουσιοδότησης. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η δ. είναι άκυρη και o αντιπρόσωπος είναι υποχρεωμένος να επανορθώσει τη ζημία. Σε περίπτωση άρνησής του, ο νόμος μπορεί να κινηθεί αυστηρά εναντίον του.
* * *ηδήλωση τής βούλησης ενός προσώπου που εκφράζεται για να δημιουργήσει, να μεταβάλλει ή να καταργήσει κάποια νομική του σχέση η οποία αναγνωρίζεται από το αστικό δίκαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -πραξία < πράξις].
Dictionary of Greek. 2013.